κώδων

κώδων
και κώδωνας, ο (AM κώδων, -ωνος, Μ και κούδων)
μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι
(α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον αέρα», Βιζυην.
β. «ὁ τὴν ἑωθινὴν φυλακὴν παραδιδοὺς ἐφώδευε κώδωνι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. καμπάνα ή καθετί άλλο με σχήμα κουδουνιού («πένθιμοι ψαλμωδίαι και κώδωνες οχληροί αντήχουν πανταχόθεν», Ροΐδ.)
2. φρ. α) «κρούω τον κώδωνα τού κινδύνου» — προειδοποιώ για κάποιο επερχόμενο κίνδυνο
β) «κώδωνας καταδύσεων» — μεταλλικός θάλαμος που καταδύεται σε μεγάλο θαλάσσιο βάθος ή στον βυθό ποταμού ή λίμνης και συγκρατεί ατμοσφαιρικό αέρα ώστε να μπορούν να παραμείνουν μέσα σ' αυτόν για αρκετό χρονικό διάστημα όσοι αναλαμβάνουν υποβρύχιες εργασίες ή παρατηρήσεις, αλλ. καταδυτικός κώδωνας
αρχ.
1. κωδύα*
2. ως επίθ. φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κώδ-ων συνδέεται πιθ. με τις λ. κώδυια*, κώδεια* και εμφανίζει επίθημα -ων (πρβλ. αἴθ-ων: αἴθυια). Ο τ. κουδούνι προήλθε από τον τ. κώδων με κώφωση
βλ. και κουδούνι.
ΠΑΡ. αρχ. κωδωνίζω
αρχ.-μσν.
κωδώνιον
μσν.
κωδωνίτσιν
νεοελλ.
κωδωνίσκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωδωνοφορώ
αρχ.
κωδωνόκροτος, κωδωνοφαλαρόπωλος
μσν.
κωδωνοφόρος
νεοελλ.
κωδωνοειδής, κωδωνοκρουσία, κωδωνοκρούστης, κωδωνοστάσιο, κωδωνοστοιχία, κωδωνόσχημος. (Β' συνθετικό) αρχ. χαλκοκώδων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κώδων — bell masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδώνοιν — κώδων bell masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδώνων — κώδων bell masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνα — κώδων bell masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνες — κώδων bell masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνι — κώδων bell masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωνος — κώδων bell masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωσι — κώδων bell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδωσιν — κώδων bell masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”